μουσόφιλος

μουσόφιλος
-η, -ο
ο φίλος των μουσών, των τεχνών: Τους πίνακες θαύμασαν πολλοί μουσόφιλοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μουσόφιλος — η, ο λάτρης τών γραμμάτων και τών τεχνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + φίλος] …   Dictionary of Greek

  • μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”